Πριν μπω στο περιεχόμενο της διάλεξης-ομιλίας του καθηγητή Wolff θέλω να αναφέρω ότι αιτία για αυτήν την ανάρτηση δεν υπήρξε μόνο το περιεχόμενο της εισήγησής του αλλά περισσότερο ο τρόπος και το ύφος του. Αποτελεί παράδειγμα μίμησης πανεπιστημιακού καθηγητή, κρίνοντας από τον τρόπο της παρουσίασης που μας έκανε. Ο λόγος του λιτός, μεστός και άμεσα κατανοητός ακόμα και από κάποιον που δεν ξέρει ούτε τόσο καλά αγγλικά αλλά και ούτε έχει σχέση με τα οικονομικά. Το ύφος του χιουμοριστικό, δεικτικό και αρκούντως σαρκαστικό ειδικώς για τα κακώς κείμενα της χώρας του. Μου προξένησε εντύπωση το ότι η διάλεξή του κράτησε μια ώρα άλλα έμεινε άλλη μία ώρα και παραπάνω στο τέλος προκειμένου να απαντάει σε ερωτήσεις. Αν και μια διάλεξη δεν είναι αρκετή για να κρίνει κανείς, ωστόσο μπορώ να πω ότι αν υπήρχαν αρκετοί έλληνες καθηγητές με τόση χαρισματικότητα στο λόγο, το ελληνικό πανεπιστήμιο θα ήταν σε καλύτερη μοίρα.
Ο καθηγητής Wolff ξεκίνησε την ομιλία του με 3 ιστορίες. Δεν έχουν κάποιο συνδετικό κρίκο να τις συνδέει εκ πρώτης όψεως πιστεύω όμως ότι έχουν κάτι κοινό. Νομίζω ότι ο καθηγητής προσπάθησε να μας παρουσιάσει μερικές όψεις καταστάσεων στις Η.Π.Α για να μας πει ότι υπάρχει και η άλλη πλευρά πέρα από την προκατειλημμένη εικόνα που έχουμε για την παγκόσμια ηγέτιδα δύναμη, άντρο του καπιταλισμού.
Η πρώτη και δεύτερη ιστορία είχε να κάνει με τη δική του προσωπική διαδρομή αλλά και τη διαδρομή των οικονομικών θεωριών στην ακαδημαϊκή ιστορία των Η.Π.Α τον 20ο αιώνα. Οι γονείς του μετανάστες από την Ευρώπη στην Αμερική κατάφεραν να του δώσουν τη δυνατότητα να φοιτήσει σε 3 από τα καλύτερα πανεπιστήμια των Η.Π.Α., το Yale, το Stanford και το Harvard. Μας δήλωσε ότι είναι μαρξιστής και ότι ποτέ άλλοτε δεν αισθάνθηκε πιο χαρούμενος για αυτό το γεγονός αλλά και πιο δικαιωμένος για τις απόψεις του. Μας είπε επίσης ότι από τα χρόνια που ήταν φοιτητής υπήρχε ένας κεϋνσιανιστής καθηγητής ο James Tobin ο οποίος κατά τη διάρκεια των μαθημάτων έκανε αστεία για τον Milton Friedman από τη Σχολή του Σικάγο κι ότι για να γίνει κάποιος καθηγητής οικονομικών θα έπρεπε να ξέρει να κάνει πετυχημένα αστεία για το Milton Friedman. Όταν άρχισε να πνέει διαφορετικός άνεμος και οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις έγιναν της μόδας και σε ακαδημαϊκό επίπεδο στο Yale μιας και αυτό κατακλύστηκε από μαθητές του Friedman γίνονταν αντίστοιχα αστεία πλέον εις βάρος των Κεϋνσιανιστών για να καταλήξει ο καθηγητής Wolff ότι για οποιονδήποτε φοιτητή των οικονομικών που θέλει να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα θα ήταν μοιραίο λάθος να γίνει οπαδός νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων και ειδικά της σχολής Friedman. Κοινώς μας είπε ότι όλα αυτά ανάλογα με τις οικονομικές και διεθνείς συγκυρίες αλλάζουν.
Μας είπε ότι παρά το ότι η Αμερική είναι το σύμβολο του καπιταλισμού και του φιλελευθερισμού, παρόλα αυτά δε συνάντησε κανένα εμπόδιο ως Μαρξιστής. Μάλιστα ομολόγησε ότι τους τελευταίους 15 μήνες είχε τη δυνατότητα να μιλήσει και να εκθέσει τις απόψεις του περισσότερο από ό,τι στην υπόλοιπη ακαδημαϊκή του ζωή. Επίσης τώρα περισσότερο από ποτέ εμφανίζεται σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του χωρίς να κρύβει το γεγονός ότι είναι Μαρξιστής.
Φαίνεται το ότι υπήρξε μαρξιστής αυτό δεν τον εμπόδισε στην ακαδημαϊκή του ανέλιξη αλλά και στις ακαδημαϊκές του δραστηριότητες.
Στη συνέχεια ξεκίνησε να μας λέει ότι όταν η οικονομική κρίση χτύπησε τις ΗΠΑ το 2007 ο αριθμός των ανέργων σε απόλυτους αριθμούς ήταν 7 εκατομμύρια ενώ σήμερα φτάνει στα 15 εκατομμύρια. Οπότε όταν γίνεται λόγος για ανάκαμψη της οικονομίας αυτή έχει να κάνει με την ανάκαμψη των επιχειρήσεων, των τραπεζικών μετοχών, του χρηματιστηρίου κτλ κι όχι απαραίτητα με τη μείωση της ανεργίας. Και από εκεί προέκυψε και ο όρος jobless recovery δλδ ανάκαμψη χωρίς μείωση της ανεργίας, που στην πραγματικότητα δεν αποτελεί πραγματική ανάκαμψη αλλά επειδή δεν μπορούν να μας πουν ότι δεν είναι ανάκαμψη, για αυτό εισάγουν τον επιθετικό προσδιορισμό jobless, δλδ χωρίς αύξηση των θέσεων εργασίας. Είναι δλδ σαν μια έγκυο γυναίκα χωρίς εγκυμοσύνη, επεσήμανε ο καθηγητής Wolff. Όλα αυτά σε Ομοσπονδιακό-εθνικό επίπεδο.
Λόγω της κρίσης όμως μειώθηκαν και τα έσοδα και οι πρόσοδοι της καθεμιάς πολιτείας ξεχωριστά. Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπιστεί η μείωση των εσόδων, υπάρχουν 2 τρόποι για να αντιμετωπίσει μια Πολιτεία αυτήν την κατάσταση. Ο πρώτος τρόπος είναι να βρει κι άλλες πηγές φορολόγησης ώστε να αντλήσει έσοδα και να αντισταθμίσει την απώλεια εσόδων από ομάδες που λόγω της ανεργίας κτλ δεν μπορούν να συνεισφέρουν πια μέσω της φορολόγησης στην αύξηση των κρατικών εσόδων. Ο δεύτερος τρόπος είναι με απολύσεις από το δημόσιο τομέα και με το να κόβονται κοινωνικά προγράμματα και κοινωνικές παροχές.
Και στο σημείο αυτό άρχισε να μας εξιστορεί την τρίτη ιστορία, για 2 γειτονικές Πολιτείες των Η.Π.Α. Η πρώτη είναι μια μεγάλη πολιτεία, η Καλιφόρνια και η δεύτερη μια μικρή πολιτεία και σχετικά φτωχή, το Όρεγκον. Στην Καλιφόρνια Κυβερνήτης είναι ένας Ρεπουμπλικανός, ο οποίος είναι ηθοποιός μάλιστα κι εδώ διακόπτει τον ειρμό του για να μας πει ότι στην Αμερική έχουν μια μακρόχρονη παράδοση να μετατρέπουν μετριότατους ηθοποιούς σε πολιτικά ηγετικές μορφές και αναφέρει και το παράδειγμα του Ρέηγκαν. Τέλος πάντων στην Καλιφόρνια όπου είναι ένα μέρος στο οποίο συγκεντρώνονται μέτριοι ηθοποιοί και όσοι από αυτούς δεν μπορούν να κάνουν κάπου αλλού καριέρα γίνονται πολιτικοί, Κυβερνήτης είναι ο Arnold Schwarzenegger. Δεν ξέρω αν οι ταινίες του έρχονται στην Ελλάδα αν θέλετε όμως να δείτε το επίπεδο του ως πολιτικού μπορείτε να δείτε μια από τις ταινίες του. Στην Καλιφόρνια λοιπόν η κρίση είχε μεγάλες επιπτώσεις και ο τρόπος αντιμετώπισής της ήταν με τις απολύσεις προσωπικού και με τη μείωση των κοινωνικών δαπανών.
Από την άλλη στο Όρεγκον, που χτυπήθηκε επίσης αρκετά από την κρίση με έλλειμμα 700 εκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε μια χρονιά , αποφάσισαν να ακολουθήσουν ένα διαφορετικό δρόμο. Το καλοκαίρι του 2009 εισήχθη νομοσχέδιο το οποίο αύξανε τη φορολογία στις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλούσιους ιδιώτες, ώστε να αντληθούν έσοδα που πλέον δεν μπορούσαν να προέλθουν από αλλού ειδικά από τους άνεργους που δεν είχαν εισοδήματα. Το νομοσχέδιο πέρασε και από τα 2 νομοθετικά σώματα που ελέγχονται από το Δημοκρατικό Κόμμα και συγκεκριμένα από την αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικούς κόμματος. Επικυρώθηκε και από τον κυβερνήτη του Όρεγκον, ο οποίος επίσης ανήκει στην αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος. (μη με ρωτήσετε να σας απαντήσω τι εστί αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος στις Η.Π.Α.) Οι Ρεπουμπλικανοί και άλλες συντηρητικές δυνάμεις ζήτησαν και πέτυχαν να γίνει δημοψήφισμα επί του νόμου πλέον. «Στις Δυτικές πολιτείες των Η.Π.Α έχουμε κάτι περίεργους νόμους, όπου δίνεται η δυνατότητα δημοψηφίσματος και επί ψηφισμένου νόμου, όταν μερίδα της κοινωνίας είναι αντίθετη με κάποιο νόμο. Μην ανησυχείτε, όμως, στην ανατολική πλευρά των Η.Π.Α αλλά και στις κεντρικές πολιτείες δεν υπάρχουν τέτοιοι νόμοι, αυτή είναι μια ιδιαιτερότητα της Δύσης που έχει να κάνει ίσως με πρωτοπόρους εξερευνητές, σφαγές ινδιάνων ή άλλα…» Μια Τρίτη του Ιανουαρίου του 2010 διεξήχθη το δημοψήφισμα στο οποίο ψήφισαν 1,2 εκατομμύρια πολιτών. Η πλειοψηφία των πολιτών στο Όρεγκον ψήφισαν υπέρ της διατήρησης του νόμου που φορολογούσε τους πλούσιους. Οι επιχειρήσεις αντέδρασαν λέγοντας πως θα αποχωρήσουν από το Όρεγκον και η απάντηση της Πολιτείας του Όρεγκον στις επιχειρήσεις υπήρξε άμεση. Αν θέλετε να διατηρήσετε την περιουσία σας και την ιδιοκτησία σας συμπεριφερθείτε σαν υπεύθυνοι πολίτες, ειδάλλως…
Και εδώ ο καθηγητής Wolff είπε ότι ακόμα και σε μια χώρα σαν τις H.Π.Α. υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Τίποτα δεν έχει τελειώσει, τίποτα δεν είναι οριστικό. Υπάρχουν και διαφορετικές λύσεις.
Και μετά το τέλος και της τρίτης ιστορίας –όλο αυτό ήταν κάτι σαν εισαγωγή- μπήκε στο κύριο μέρος της ομιλίας του για την αναβίωση του Κεϋνσιανισμού.
Κύρια αιτία για την αναβίωση του Κευνσιανισμού στις Η.Π.Α αλλά και της καριέρας των κευνσιανιστών καθηγητών και για την αλλαγή σχεδίων όσον αφορά τις ακαδημαϊκές προοπτικές των φοιτητών οικονομικών σχολών υπήρξε η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2007. Ας δούμε λοιπόν ποια ήταν η αντίδραση της Κυβέρνησης των Η.Π.Α τη δεδομένη στιγμή. Τότε ακόμη στο τιμόνι των Η.Π.Α βρίσκονταν ο George Bush και οι Ρεπουμπλικανοί. Υπέρμαχοι του δόγματος ότι καλύτερη είναι η κυβέρνηση που κυβερνά λιγότερο, αυτή που δεν ακουμπά την οικονομία και τη αφήνει να κάνει τα δικά της. Θιασώτες του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και της ελευθερίας των αγορών… Η αντίδραση λοιπόν αυτής της κυβέρνησης ήταν άμεση και αποφασιστική. Παρενέβη με τέτοιο τρόπο που έκανε στην άκρη τον ιδιωτικό τομέα και την αγορά και πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Είχαν κρατήσει αρχικά στάση αναμονής όσο μπορούσαν, απέφυγαν την κρατική παρέμβαση το 2006 όταν υπήρχαν τα πρώτα δείγματα της κρίσης με την κατάρρευση του κλάδου της οικοδομής/κατοικίας αλλά στο τέλος αναγκάστηκαν να παρέμβουν δραστικά. Το κράτος ανέλαβε τον έλεγχο των περισσοτέρων τραπεζών μέσω εθνικοποιήσεων, εγγυήθηκε το χρέος των τραπεζών, αύξησε το μετοχικό κεφάλαιο κτλ. Η μόνη διαφορά της κυβέρνησης Ομπάμα ήταν να ενισχύσει αυτήν την πολιτική ανάκτησης ελέγχου των τραπεζών από το κράτος με περισσότερα κονδύλια υπέρ των τραπεζών και των επιχειρήσεων.
Όταν επίσης έγινε ξεκάθαρο ότι και ο τομέας των Ασφαλειών είχε πρόβλημα υπήρξε και εκεί αντίδραση από το κράτος. Η μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρία στον κόσμο η AIG είχε αρχίσει πριν την κρίση να ασφαλίζει διάφορα χρέη. Έτσι όταν ο υπόχρεος του χρέους δεν μπορούσε να πληρώσει την τράπεζα, η τράπεζα απευθυνόταν στην AIG, για να πληρώσει αυτή το χρέος. Στις Η.Π.Α υπάρχει Ασφαλιστικό δίκαιο που περιέχει ρυθμίσεις και διατάξεις για τον έλεγχο και την επιτήρηση του τρόπου που λειτουργούν ασφαλιστικές όπως η AIG. Η AIG για να αποφύγει αυτόν τον έλεγχο ονόμασε αυτό το προϊόν –ασφάλιση χρέους- όχι ως ασφάλεια/ασφάλιση αλλά ως Credit Default Swap (CDS). Ήταν ας πούμε μια σύμβαση ανταλλαγής/αγοράς χρέους. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για ασφάλιση του ενδεχομένου ο δανειολήπτης να μην μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος στην τράπεζα, οπότε τότε η τράπεζα στρέφεται στην AIG για να λάβει αποζημίωση. Δεν ονομαζόταν λοιπόν ασφάλεια οπότε το ασφαλιστικό δίκαιο δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.
Όταν όμως το 2008 δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν τα χρέη στις τράπεζες, οι τράπεζες απευθύνθηκαν στην AIG για να ζητήσουν αποζημίωση. Και τότε η AIG τους απαντούσε ότι δεν έχει τα χρήματα για να πληρώσει και μάλιστα στο τέλος τους έλεγε το κλασικό αμερικανικό “Have a nice day”… Στο τέλος βγήκε προς τα έξω ότι τόσο τράπεζες όσο και ασφαλιστικά ταμεία και άλλοι οργανισμοί είχαν επενδύσει κεφάλαια –από τις συντάξεις των ασφαλισμένων- σε αυτά τα προϊόντα αλλά η AIG δεν μπορούσε να πληρώσει. Έτσι το Αμερικανικό κράτος ανέλαβε τον έλεγχο της AIG της οποίας είναι ο ιδιοκτήτης τώρα. Η μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρία του κόσμου ανήκει στο Αμερικανικό δημόσιο. Έτσι οι τράπεζες, η μεγαλύτερη ασφαλιστική, μέρος της αυτοκινητοβιομηχανίας, η General Motors, ανήκουν στο Αμερικανικό κράτος πλέον. Κι αυτό είναι μόνο το ξεκίνημα.
Στις ΗΠΑ κανείς δεν έχει τα χρήματα για να αγοράσει ιδιόκτητη κατοικία, πρέπει να πάρει δάνειο. Μόνο ηθοποιοί του Χόλυγουντ, αθλητές και γκανκστερ μπορούν αγοράσουν σπίτι χωρίς δάνειο, αν και οι παραπάνω κατηγορίες μερικές φορές συμπίπτουν μεταξύ τους. Έτσι 95% των ενυπόθηκων δανείων με το που συνάπτονται μεταξύ τράπεζας και δανειολήπτη, τίθενται υπό την εγγύηση του αμερικανικού κράτους. Στην ουσία το αμερικανικό κράτος αγοράζει το δάνειο.
Έτσι όλος ο κλάδος της στέγασης, της οικοδομής που είναι το 1/5 της αμερικανικής οικονομίας στηρίζεται στο αμερικανικό κράτος.
Αυτό είναι μια ξεκάθαρη απόδειξη δυσλειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος και φανερή απόδειξη ότι η αγορά σε περίοδο κρίσης έχει την ανάγκη παρέμβασης του κράτους προκειμένου να διασωθεί.
Οποιοσδήποτε τολμήσει να μιλήσει πλέον για απόλυτα ελεύθερες αγορές που παράγουν αποτελέσματα και κέρδη περνιέται για τρελός. Οι μόνοι που το κάνουν είναι ορισμένοι καθηγητές που έχουν χτίσει γύρω τους τείχη και δε βλέπουν τι συμβαίνει.
Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι μια αναβίωση του Κεϋνσιανισμού, δηλαδή αντιμετώπιση του προβλήματος μέσα από δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές και μέσα από επιτήρηση και έλεγχο της αγοράς. Και συγκεκριμένα με μείωση επιτοκίων, εισροή κρατικού χρήματος για τη διάσωση και κρατικοποίηση ιδιωτικών επιχειρήσεων και άλλες παρόμοιες πολιτικές όπως μείωση της φορολόγησης.
Αφού περιέγραψε το πώς έχει η κατάσταση στις Η.Π.Α και ποιο είναι το κλίμα και οι τάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος, ο καθηγητής Wolff μπαίνει στην επόμενη ενότητα της ομιλίας του που έχει να κάνει με την κριτική του επί της Κεϋνσιανής οικονομικής θεωρίας και πολιτικής.
«Πρώτον, ιστορικά ο Κευνσιανισμός έχει αποτύχει. Στη δεκαετία του 1930 υπήρξε η τελευταία –πριν την παρούσα- οικονομική κατάρρευση/κρίση που ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1929. Ο τότε πρόεδρος των H.Π.Α Ρούσβλετ ακολούθησε συνταγές κευνσιανιστικού τύπου και χρησιμοποίησε περισσότερα εργαλεία δημοσιονομικού ελέγχου και επιτήρησης από ό,τι η κυβέρνηση Ομπάμα σήμερα. Παρόλα αυτά δεν κατάφερε να βγάλει την αμερικανική οικονομία από την ύφεση. Για αυτό και η περίοδο της οικονομικής κρίσης διήρκεσε από το 1929 έως το 1939. Και χρειάστηκε να περιμένουμε μέχρι το 1941 για να δούμε τα νούμερα της ανεργίας να πέφτουν εκεί που ήταν πριν την κρίση. Αλλά δεν ήταν η πολιτική του Ρούσβελτ που μείωσε την ανεργία, αλλά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τότε το 50% των ανέργων φόρεσε μια στολή και κατατάχθηκε στο στρατό για να πολεμήσει και το άλλο 50% βρήκε δουλειά στα εργοστάσια της πολεμικής βιομηχανίας που κατασκεύαζαν όπλα για τον πόλεμο.»
«Δεύτερον, οι Πρόεδροι των Η.Π.Α σε περιόδους οικονομικής ύφεσης δλδ όλοι οι Πρόεδροι των Η.Π.Α γιατί κατά τη διάρκεια του καπιταλισμού εμφανίζεται ανά πενταετία και μια κρίση. Επί τη ευκαιρία να σας πω ότι ο καπιταλισμός είναι ένα πολύ ασταθές σύστημα. Αν συγκατοικούσατε με κάποιον τόσο ασταθή όσο ο καπιταλισμός, θα έπρεπε ή να μετακομίσετε ή να του βρείτε κάποιου είδους ψυχολογική βοήθεια-υποστήριξη από κάποιον ειδικό…
Ο Κευνσιανισμός αυτό που κάνει είναι θέτει αυστηρούς κανόνες και περιορισμούς στις επιχειρήσεις. Σε όποιο μέρος του κόσμου όμως και αν ισχύουν κεϋνσιανικές πολιτικές, η επιχειρηματική κοινότητα που στόχος της είναι η αύξηση των κερδών, προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρει παράθυρα και ευκαιρίες να παρακάμψει ή να ακυρώσει όλους αυτούς τους περιορισμούς. Όσες περιπτώσεις που ακολούθησαν κευνσιανες πολιτικές κι αν έχω εξετάσει, ισχύει ο παραπάνω κανόνας η ίδια κατάληξη.
Τα τελευταία 30 χρόνια στις ΗΠΑ είτε από τους Δημοκρατικούς είτε από τους Ρεπουμπλικανούς αυτό που έγινε ήταν μια πλήρης αποδυνάμωση ή εξοβελισμός κεϋνσιανών ρυθμίσεων που είχαν θεσμοθετηθεί επί Ρούσβελτ. Τυπικό παράδειγμα είναι ο γνωστός με το όνομα Glass-Steagall νόμος. Ο νόμος αυτός απέτρεπε τις τράπεζες να εμπλακούν κερδοσκοπικές επενδυτικές κινήσεις. Οι τράπεζες βρήκαν τρόπο να παρακάμψουν αυτό το νόμο και στο τέλος το 1999 επί προεδρίας Κλίντον κατάφεραν να πετύχουν την κατάργηση του νόμου και είδαμε τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής…
Μπορούμε λοιπόν να διδαχθούμε ένα μάθημα από όλο αυτό. Οπουδήποτε και αν εφαρμόστηκαν κεϋνσιανές πολιτικές, η ιεραρχική δομή των επιχειρήσεων παρέμεινε όπως είναι. Αυτό σημαίνει δλδ διοικητικά συμβούλια 10-15 μελών τα οποία επιλέγονται από τους βασικούς μετόχους που είναι άλλα 10 με 15 άτομα αποφασίζουν για το τι παράγεται, πώς και σε τι ποσότητα, πού και πώς κατανέμονται τα κέρδη. Έτσι λοιπόν αυτό που έκαναν τα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων απανταχού ήταν να ανακαλύπτουν τρόπους να παρακάμπτουν τις κευνσιανές ρυθμίσεις που ίσχυαν από την εποχή του Ρούσβελτ μέχρι που τα κατάφεραν. Οπότε τα 30 τελευταία χρόνια έχουν αποκτήσει αρκετή πείρα να παρακάμπτουν κευνσιανού τύπου ρυθμίσεις. Έτσι λοιπόν η επιβολή τέτοιων ρυθμίσεων ως αντίδοτο στην παρούσα οικονομική κρίση δεν πρόκειται να σταματήσει τις επιχειρήσεις από το να εφαρμόσουν και πάλι την εμπειρία που έχουν συλλέξει τόσα χρόνια για να παρακάμψουν παρόμοιες ρυθμίσεις. Ετσι ο κευνσιανισμός εμπεριέχει έναν μηχανισμό αυτό-καταστροφής που τον καθιστά αναποτελεσματικό στο τέλος.»
Αφού λοιπόν μας ανέλυσε ο καθηγητής γιατί ο κευνσιανισμός είναι μια αποτυχημένη συνταγή, άρχισε να απαριθμεί τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα…
«Πρώτον, αμβλύνει τις επιδράσεις των κύκλων του καπιταλισμού, μετριάζει την αύξηση της ανεργίας, κάνει τις επιπτώσεις των καπιταλιστικών κρίσεων πιο υποφερτές.
Ακόμα πιο σημαντική είναι η εξής λειτουργία του κευνσιανισμού, δλδ ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης. Όταν ξεκινάει μια κρίση ο κάθε ηγέτης π.χ. Bush ή Obama συζητάει με το επιτελείο του πώς θα εμφανιστούν στην τηλεόραση να δείξουν ότι ανησυχούν για το πρόβλημα κτλ. Όλα αυτά είναι μια θεατρική παράσταση για να νομίσει ο λαός ότι προσπαθούν να επιλύσουν το πρόβλημα. Ο αποπροσανατολισμός ή αντιπερισπασμός είναι ότι υποθετικά επιχειρείται να βρεθεί λύση για το πρόβλημα τη στιγμή που η λύση των καπιταλιστικών κρίσεων είναι πάντα η ίδια και η οποία προϋπήρχε και του John Manyard Keynes.
Όταν ξεσπάει η κρίση, αποτέλεσμα είναι η απόλυση χιλιάδων εργαζομένων. Όσο περνάει ο καιρός και η ανεργία αυξάνεται, αναγκάζεται ο κόσμος να δέχεται να εργαστεί για όλο και λιγότερα χρήματα. Οσο οι επιχειρήσεις κλείνουν ή λιγοστεύει η δουλειά, έχουν μεταχειρισμένα μηχανήματα και εξοπλισμό αλλά και χώρους που δε χρειάζονται και πέφτουν οι τιμές σε όλα τα παραπάνω όσο η ζήτηση μειώνεται ενώ η παραγωγή αυξανεται. Και όσο οι τιμές αυτών πέφτουν όπως και οι μισθοί έτσι προκύπτει η άνοδος της οικονομίας. Έτσι ο καπιταλισμός αυτό-διορθώνεται… Άρα ο κευνσιανισμός αποτελεί ένα πολιτικό-οικονομικό θέατρο, μια θεατρική παράσταση για να μην αντιληφθεί ο λαός ποιες είναι οι πραγματικές αιτίες που οδηγούν στην κρίση.
Μερικέ φόρες η ίδια η κυβέρνηση είναι αυτή που συμβάλει ώστε ο κύκλος να λύσει από μόνος του το πρόβλημα. Και θα σας παρουσιάσω τη διαφορά της πολιτικής που επέλεξε ο Ρούσβελτ με αυτήν του Ομπάμα.
Το 1933 η ανεργία στις ΗΠΑ ήταν στο 25%. 2,5 φορές παραπάνω από ό,τι σήμερα. Ο Ρούσβλετ απευθύνθηκε μέσω του ραδιοφώνου στους αμερικανους πολίτες λέγοντας περίπου ότι ο ιδιωτικός τομέας απέτυχε στο να δώσει δουλειά στον αμερικάνικό λαό, οπότε δεν έχω άλλη επιλογή από το να προσλάβω στο αμερικανικό δημόσιο υπαλλήλους. Από το 1993 μέχρι το 1941 το πρόγραμμα του Ρούσβλετ οδήγησε σε 11 εκατομμύρια προσληψεις στο δημόσιο τομέα. Αν κάνουμε μια αναγωγή με τα σημερινά δεδομένα του πληθυσμού μια παρόμοια λύση θα εκμηδένιζε την ανεργία στις μέρες μας.
Το πρόγραμμα του Ρούσβελτ είχε 2 άξονες. Ένας ήταν το πρόγραμμα Civilian Conservation Corps το οποίο είχε και οικολογικό χαρακτήρα όπου οι εργαζόμενοι σε αυτοί βοηθούσαν στη διατήρηση και αναβάθμιση διάφορων φυσικών πηγών και πόρων καθαρίζοντας ποτάμια κτλ…
Ο άλλος πυλώνας της προσπάθειας του Ρούσβελτ στηριζόταν σε ένα πρόγραμμα που λεγόταν WPA. Βάσει αυτού η κυβέρνηση προσέλαβε όλους τους άνεργους καλλιτέχνες, δημιούργησε ομάδες και τους έστειλε να περιοδεύσουν ανά την Αμερική. Παράχθηκε τόση τέχνη και πολιτισμός εκείνη την περίοδο όσο όλα τα υπόλοιπα χρόνια μαζί.
Τι έκανε η κυβέρνηση Ομπάμα στην κατεύθυνση αυτή της μείωσης της ανεργίας; Απολύτως τίποτα. Ο Ρούσβελτ με τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα κατάφερε να μη πέσουν οι μισθοί και στον ιδιωτικό τομέα. Έτσι ήταν αναγκασμένος να επιμηκύνει τον κύκλο, την περίοδο μέχρι την επόμενη κρίση, γιατί απλά δεν μπορούσε να περιμένει. Και δεν μπορούσε να περιμένει γιατί είχε ένα ισχυρό Εργατικό κίνημα και ένα ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα. Ο Ομπάμα όμως αντίθετα δεν έχει τίποτα από τα δύο παραπάνω να τον πιέζουν. Θα αφήσει τους μισθούς να πέσουν, δεν πρόκειται να κάνει τίποτα για την ανεργία και με τον τρόπο αυτό επιταχύνει την έξοδο από τον κύκλο αυτό, κάτι για το οποίο θα πάρει τα εύσημα.
Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση που δημιουργεί ο κευνσιανισμός είναι ότι η Αριστερά χαιρετίζει και αγκαλιάζει αυτές τις λύσεις ή ίσως εννοούσε ότι ο κευνσιανισμός θέλει να φαίνεται ότι έχει κάτι το αριστερό μέσα του –αυτό δεν το θυμάμαι καλά. Ότι ο Κευνσιανισμός είναι η λύση στον καπιταλισμό, ένας καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο.
Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Ζούμε σε μια νεοφιλελεύθερη οικονομικά περίοδο γιατί ο κευνσιανισμός –που επικράτησε από το 1930 μέχρι το 70- δημιούργησε τόσες πολλές κρίσεις, κύκλους, και τόση δυσαρέσκεια στην εργατική τάξη, έδωσε 4 εκλογικές νίκες στον Ρούσβελτ και ώθησε στο να τεθεί όριο στην επανεκλογή στο προεδρικό αξίωμα, αυτή η συμμαχία καταστράφηκε όμως γιατί ο κευνσιανισμός παρουσιάστηκε ως η λύση που θα σώσει της εργατική τάξη ή ως ο σοσιαλισμός, ώστε όταν άρχισε να αυτοκαταστρέφεται, προλείανε το έδαφος ελεύθερο για την έλευση του νεοφιλελευθερισμού.»
Στη συνέχεια μίλησε για τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι για να πείσουν για τις απόψεις τους. Γνωρίζοντας ότι υπάρχουν χιλιάδες παράγοντες που οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα, αυτοί ωστόσο περιορίζουν την εξίσωση στους 3 σημαντικότερους. Για να καταλήξει κανείς στους 3 σημαντικότερους αυτό σημαίνει ότι μπορεί να τους συγκρίνει όλους. Αυτό όμως δεν είναι ούτε καν χρονικά δυνατό. Οι περισσότεροι θα πεθάνουν πριν προλάβουν.
Ζωγράφισε στον πίνακα το παρακάτω γράφημα που δείχνει πώς εξελίσσεται στο πέρασμα του χρόνου η παραγωγή σε σχέση με τους μισθούς. Το γράφημα τα λέει όλα νομίζω…
Επίσης έφερε και ένα παράδειγμα. Σε μια οικογένεια όπου το παιδί σπουδάζει οικονομικά την ώρα που διαβάζει, η μητέρα του ζητάει να βγάλει έξω τα σκουπίδια. Το παιδί δέχεται αλλά λέει στη μητέρα του ότι αυτό θα κοστίσει 5 δολάρια. Και εκεί γίνεται ο χαμός, γιατί τόσο η μητέρα όσο ο πατέρας του λένε ότι θα πρέπει να ντρέπεται που ζητάει αμοιβή για να βοηθήσει τη μητέρα του σε κάτι, γιατί όπως λέει ο πατέρας, σε αυτήν την οικογένεια δεν κάνουμε πράγματα ο ένας για τον άλλο από συμφέρον αλλά από αγάπη. Αν λοιπόν ο παραπάνω κανόνας που ισχύει στις περισσότερες οικογένειες από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σύνθετα γίνει ένας γενικός κανόνας που ισχύει αναλογικά και αναγωγικά στην κοινωνία ολόκληρη και στις σχέσεις όχι μόνο μεταξύ των μελών της οικογένειας αλλά των μελών της κοινωνίας, τότε θα λυθούν πολλά από τα προβλήματα που συνοδεύουν τις καπιταλιστικές κρίσεις.
Κατέληξε αναφερόμενος και σε σχέση με το γράφημα ότι η λύση είναι οι εργαζόμενοι να πάρουν στα χέρια τους τις τύχες των επιχειρήσεων. Δηλαδή να παίρνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις για τη λειτουργία της επιχείρησης και όχι κάποια διοικητικά συμβούλια 10-15 μελών και φυσικά τα κέρδη και οι υπεραξίες να διανέμονται στους εργαζόμενους.
Ο καθηγητής Wolff ανέφερε άλλα 2 σημαντικά κατά τη γνώμη μου πράγματα. Το πρώτο έχει να κάνει με τις πολιτικές της Ευρώπης σε σχέση με τις λύσεις που υιοθετήθηκαν από την Αμερική. Περιέγραψε την Ευρώπη σαν τον μαθητή και τις ΗΠΑ το δάσκαλο. Η Ευρώπη λοιπόν ήταν τόσο καλός μαθητής και προσκολλημένη σε αυτά που έλεγε ο δάσκαλος και στο δόγμα του νεοφιλελυθερισμού που δίδασκε ο δάσκαλος, που ακόμα και όταν ο δάσκαλος έβαλε νερό στο κρασί του λόγω της κρίσης και υιοθέτησε άλλες πολιτικές, πολιτικές παρεμβατικότητας του κράτους στην αγορά, ο μαθητής από κεκτημένη ταχύτητα συνέχισε προσκολλημένος σε αυτά που είχε μάθει. Αντίθετα ο δάσκαλος φάνηκε περισσότερο διαλλακτικός και ελαστικός. Αντί να ενισχύσει την αγορά με χρήμα, φρόντισε να πάρει τον έλεγχο τον επιχειρήσεων που είχαν πρόβλημα… να κάνει ας πούμε κρατικοποιήσεις κάποιου τύπου.
Το άλλο σημαντικό που είπε κατά τη γνώμη μου και έχει σχέση με την Ελλάδα είναι το ότι όλα τα βλέμματα του κόσμου είναι στραμμένα στην Ελλάδα. Το πώς θα αντιδράσουν λοιπόν οι Έλληνες στην επιβολή των μέτρων ελεω μνημονίων ΔΝΤ κτλ μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για την Αριστερά ανά τον κόσμο γενικότερα ότι μπορεί να υπάρξει ένας άλλος δρόμος μια εναλλακτική, μια διαφορετική προοπτική…
Το τελευταίο είναι κάτι που οι μαθημένοι στην ομφαλοσκόπηση και εσωστρέφεια έλληνες ίσως δεν έχουν αντιληφθεί…
Αυτά μπόρεσα να συγκρατήσω ως τα πιο ενδιαφέροντα και σημαντικά από την ομιλία του. Ήταν πραγματικά απόλαυση να τον ακούει κανείς και αυτό το λέει κάποιος που ποτέ δεν είχε καλή σχέση με τα οικονομικά κτλ.
Στο τέλος της ομιλίας και των ερωτήσεων μοιράστηκε σε έντυπη μορφή το περιεχόμενο της εισήγησης στο οποίο δε θα βρείτε τις αποστροφές του λόγου και κάποια από τα χιουμοριστικά σημεία που συμπεριέλαβα εγώ σε αυτό το κείμενο.
Το κείμενο μπορείτε να το βρείτε εδώ.
Δυστυχώς ένα μέρος μόνος της ομιλίας βιντεοσκοπήθηκε και όχι ολόκληρη…
*ΥΓ: Είχα διαβάσει κάπου ότι ο όρος marxian χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει ταύτιση με το οικονομικό κομμάτι της θεώρησης του Μαρξ, ενώ ο όρος μαρξιστικός (marxist) τόσο με το οικονομικό όσο και με το πολιτικό σκέλος της θεωρίας του Μαρξ.