Του j4nus
Προτείνω κατά την ηρωική ανάγνωση να ακούτε το παρακάτω μουσικό κομμάτι… για να κατανοήσετε υπό την επήρεια ποιων μουσικοτρόπων ουσιών γράφτηκε το κείμενο…
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=KG9qHbK9fuE&feature=player_embedded]
Οι επόμενες τρεις παράγραφοι είναι αποσπασματα από το κείμενο του Θανάση Τριαρίδη “η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική”.
Τι ήταν αυτό που μας έκανε να υποθέσουμε πως μπορούν να υπάρξουν «ανθρώπινοι στρατοί δολοφόνων», «δίκαιοι φόνοι» και «καλές βόμβες»; – εν τέλει, τι ήταν αυτό που μας έπεισε πως μπορεί να υπάρξει μη φασιστική πολιτική βία σε βάρος των συνανθρώπων μας;
Κι αν η καθαρή ναζιστική ιδεολογία θεωρεί τη βία, τον τρόμο και τον φόνο μέσα απόδειξης της «φυσικής ισχύος» του «δυνατού» επί του «αδύναμου» (και άρα θεμιτή πολιτική μέθοδο στο κτηνώδες και απάνθρωπο σύστημα που ευαγγελίζεται), τι κάνει αυτούς που θέλουν να αντιπαραταχτούν στον φασισμό να χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους (τη βία, τον τρόμο και τον φόνο); Ιδίως για όσους αυτοπροσδιορίζουν την πολιτική τους δράση στην «αντι-εξουσία» και συνάμα θεωρούν τις βόμβες «μέσο αγώνα», συχνά προβληματίζομαι, πέραν των άλλων, για το μέγεθος της ευήθειάς τους: υπάρχει πιο κτηνώδης εξουσιαστική πράξη από τον φόνο του άλλου; Πώς μπορεί η πολιτική δολοφονία και ο πολιτικός τρόμος να είναι προστάδιο της «ελευθερίας» την οποία επικαλούνται; Δεν καταλαβαίνουν πως «ελευθερία» εν τρόμω και εν φόνω δεν υπάρχει παρά μόνο ως ολοκληρωτικό τέρας; Δεν καταλαβαίνουν πως έχουν γίνει νεοναζί φασίστες – απαράλλακτοι με αυτούς που υποτίθεται πως αντιμάχονται (και με τους οποίους αλληλοτροφοδοτούνται με μίσος και τρόμο);
Έτσι επιμένω στο ίδιο αμόνι – και όσο πιο καθαρά μπορώ: Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική, από όπου κι αν προέρχεται. Όσοι την ασκούν (είτε με το ρόπαλο, είτε με την πέτρα, είτε με το πιστόλι, είτε με τη βόμβα είτε με όποιον άλλο τρόπο) είναι διαφόρων διαβαθμίσεων νεοναζί. Και όσοι σιωπούμε απέναντι σε τούτη την πολιτική βία, είτε περιμένοντας να δούμε αν αυτοί που την άσκησαν είναι οι «δικοί μας» «καλοί» δολοφόνοι ή οι «κακοί άλλοι», είτε θεωρώντας πως με τη σιωπή μας υπηρετούμε την ηθική τάξη της «ανώτερης ιδεολογίας» μας, είμαστε αδιαβάθμητοι συνένοχοι.
Παρέθεσα αυτά που μου φάνηκαν πιο σημαντικά σε σχέση με αυτά που ήθελα να γράψω αλλά προτείνω να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο για να μη βγουν ίσως λάθος συμπεράσματα από την αποσπασματική παράθεση που εγώ έκανα… Το κείμενο βρίσκεται εδώ…
Θα προσυπέγραφα ολόκληρο το κείμενο και θα συμφωνούσα απόλυτα μαζί του με μια προϋπόθεση… να ζούσαμε στην -ή σε μια- ιδανική κοινωνία, όπου δεν υπάρχουν διακρίσεις και διαχωρισμοί και που τα βασικά αγαθά (φαγητό, τροφή, οξυγόνο) θα ήταν εξασφαλισμένα a priori για τον κάθε άνθρωπο…
Στο κείμενό του ο Θανάσης Τριαρίδης νομίζω διαγράφει αχνά ένα ερώτημα το οποίο έχει απασχολήσει αρκετούς…
Διαφέρω από έναν νεοναζί μόνο στο επίπεδο της ιδεολογίας ή και στο επίπεδο της επιλογής των μέσων για την επίτευξη αυτής;
Δηλαδή αν κι εγώ καταφεύγω στη βία, μήπως γίνομαι σαν και αυτόν και η μόνη μας διαφορά είναι ότι εγώ θέλω μια διαφορετική κοινωνία απο αυτόν;
Άρα λοιπόν προκειμένου να διαφέρω από αυτόν πρέπει να αποκηρύξω τη βία σε κάθε περίσταση, περίπτωση, εποχή, κατάσταση κτλ. Στη ναζιστική γερμανία όπου η βία, ο τρόμος και ο φόνος γίνονται μέσα απόδειξης της φυσικής ισχύος του δυνατού σε βάρος του αδυνάτου, για να παραμείνω συνεπής στις απόψεις μου περι βίας λοιπόν θα πρέπει να παραμένω πάντοτε ο αδύναμος και να υφίσταμαι τη βία του εξουσιαστή ναζί, γιατί αν καταφέρω να τον ανατρέψω χρησιμοποιώντας βίαια μέσα, θα γίνω τότε εγώ ο ισχυρός. Συνεπώς η μόνη μου επιλογή είναι είτε να περιμένω τον από μηχανής θεό… ή να επιλέξω μέσα ανατροπής μη βίαια, μέσα τα οποία βέβαια σε ένα απολυταρχικό καθεστώς τύπου ναζιστικής γερμανίας δε θα μου επιτραπούν ποτέ να χρησιμοποιήσω, γιατί πολύ απλά και με τη σκέψη μόνο, θα βρεθώ στη φυλακή… άρα η μόνη μου επιλογή είναι ο διαλογισμός και η προσευχή στο θεό που δεν πιστεύω…
Υπάρχει όμως και μια άλλη διαφορά… ίσως πιο θεμελιώδης και ουσιαστική από το δίπολο βία-μη βία… εγώ δε θεωρώ τον άνθρωπο μέσο προς σκοπό. Δεν πιστεύω στην αντικειμενική ευθύνη, γιατί αποτελεί μια αέναη πηγή αδικίας. Σε αντίθεση λοιπόν με το ναζί που για να πετύχει το σκοπό του θα στραφεί εναντίον όλων, εγώ δε θα στραφώ κατά αυτών που θεωρώ ότι ΔΕ φταίνε.
Εκείνος είτε ως καθεστώς είτε ως τρομοκρατική οργάνωση, χτυπούσε αδιακρίτως, προκειμένου να προκαλέσει χάος, για να έρθει ως αυτόκλητος σωτήρας να φέρει την τάξη στο χάος που ο ίδιος προκάλεσε. Εγώ δε θα τους βάλω όλους στο ίδιο τσουβάλι, όπως αυτός. Άρα μήπως η στοχευμένη βία από την αδιάκριτη-τυφλή βία με κάνει τελικά όντως διαφορετικό από αυτόν;
Σίγουρα πολλοί θα προστρέξουν να πουν ότι σήμερα δε ζούμε σε ναζιστικό καθεστώς. Το ερώτημα όμως εξακολουθεί να ισχύει, αν ζούσαμε σε τέτοιο καθεστώς θα νομιμοποιούνταν μορφές βίας εναντίον των εκπροσώπων του καθεστώτος; Αν κανείς αποκηρύσσει τη βία από όπου κι αν προέρχεται και άρα εναντίον οποιουδήποτε κι αν στρέφεται, τότε θα πρέπει να απαντήσει ότι ακόμα και σε ένα καθεστώς ναζιστικού τύπου η βία εναντίον του καθεστώτος δε νομιμοποιείται. Αν κάποιος απαντήσει ότι στην περίπτωση μια δικτατορίας το θέμα αλλάζει και άρα επιτρέπονται μορφές βίας εναντίον των εκπροσώπων της εκείνης εξουσίας τότε δεν αποκηρύσσει τη βία από όπου κι αν προέρχεται. Επίσης πολλοί θα πουν τώρα ότι η δικτατορία είναι κάτι διαφορετικό από τη σημερινή κατάσταση. Και φυσικά δεν είναι ακριβώς το ίδιο, ωστόσο και μια ιδανική κοινωνία όπου δε θα χρειαζόταν καμία μορφή βίας είναι κάτι διαφορετικό από τη σημερινή κατάσταση… και άρα το αν είναι αναγκαία κάποια μορφής βίας ή το ποια μορφής βία θα το υποδείξουν και οι κοινωνικές συνθήκες και περιστάσεις.
Αναρωτιέμαι άραγε στην περίπτωση του Αλέκου Παναγούλη, όταν αποφάσιζε να τοποθετήσει τη βόμβα η οποία δεν αποκλείεται να σκότωνε και τον οδηγό του δικτάτορα Παπαδόπουλου ακόμα και αν είχαν ληφθεί μέτρα η βόμβα να πλήξει μόνο το δικτάτορα, αν σκέφτηκε ότι αυτή η πράξη του μπορεί να θεωρηθεί ποτέ φασιστική -αν δεχτούμε ότι κάθε βία είναι φασιστική από όπου κι αν προέρχεται. Σκέφτομαι λοιπόν ότι μπορεί να ανέλαβε το βάρος να φερθεί σαν φασίστας, γιατί κάποιος έπρεπε να το κάνει για να απαλλαγεί η κοινωνία από τη Χούντα των Συνταγματαρχών. Δε χωρεί αμφιβολία ότι στα απολυταρχικά καθεστώτα που είναι προσωποπαγή, ο θάνατος του δικτάτορα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πλήξει και αυτό καθεαυτό το καθεστώς, γιατί σε αυτά τα καθεστώτα, τα πρόσωπα ταυτίζονται όχι απόλυτα αλλά σε μεγάλο βαθμό με το ίδιο το καθεστώς. Την ηθική και όχι μόνο νομιμοποίηση της βίας κατ’ αυτών που προσπαθούν να καταλύσουν το πολίτευμα προσφέρει και η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος -δεν ξέρω ίσως να είναι και αυτή φασιστική- που αναφέρει ρητά ότι η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωσμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με ΚΑΘΕ μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία. Το Σύνταγμα κοινώς λέει πως σε περιπτώσεις όπως η προηγούμενη η βία καθίσταται κοινωνική αναγκαιότητα και για αυτό κατά τη δική μου ανάγνωση δε θα υπάρξει τιμωρία για αυτόν που θα τη χρησιμοποιήσει ως ανάχωμα για την επιβολή ή διατήρηση μιας δικτατορίας.
Μα τι σχέση έχουν όλα αυτά με το σήμερα όπου δε διάγουμε περίοδο απολυταρχίας και δικτατορίας αλλά δημοκρατίας; Έχουν σχέση με το ότι ο κάθε πολίτης θα κρίνει σε τι καθεστώς ζούμε και ποια μέτρα ή μέσα είναι αναγκαία και φυσικά θα κριθεί εκ των υστέρων. Όπως και ο κάθε επαναστάτης είτε λέγεται Παναγούλης είτε αλλιώς κριθηκε εκ των υστέρων… επί δικτατορίας καταδικάστηκε, επι δημοκρατίας δοξάστηκε.
Δε θα μπω στη διαδικασία να μετρήσω πόσο δημοκρατικό ή φιλελεύθερο είναι το καθεστώς των ημερών μας -γιατί η κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης, πολίτευμα δημοκρατικό ή μη, κράτος φιλελεύθερο ή μη κτλ είναι πρώτα από όλα καθεστώς αφού αυτόαναγορεύεται σε αξία που προβλέπει μάλιστα και μηχανισμούς αυτοπροστασίας και τιμωρίες ακόμα και στην περίπτωση που η πλειοψηφία απαιτήσει-διεκδικήσει την κατάρρευσή του. Θα υπενθυμίσω ότι και επι δικτατορίας το επίσημο πολίτευμα της χώρας ήταν Προεδρική Δημοκρατία… είχε διεξαχθεί και δημοψήφισμα μάλιστα (οι τύποι δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ουσία)… Και τότε υπήρχε Σύνταγμα -δεν εννοώ την πλατεία- και σήμερα υπάρχουν διατάξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όλα αυτά όμως δεν έχουν απολύτως καμία σημασία, γιατί το τι προβλέπεται θεωρητικά δεν ταυτίζεται με το τι εφαρμόζεται πραγματικά.
Μία ακόμη επισήμανση περισσότερο ιστορικο-κοινωνική. Η αντίσταση ακόμα και εναντίον τυράννων ήταν υπόθεση που ξεκινούσε ως πράξη από κάποιες μειοψηφίες πάντοτε. Οι πλειοψηφίες κατά κανόνα σκέφτονται και θέτουν άλλες προτεραιότητες πριν συμπράξουν βλ. θέματα που έχουν να κάνουν με την καθημερινή επιβίωση (παιδιά, οικογένεια κτλ). Συμπορεύονται όταν δημιουργείται ένα ρεύμα νίκης -όπως λέει και ο ποιητής-στιχουργός “έτσι ήταν πάντα κι έτσι θά ‘ναι ξανά“.
Η παραδοχή ότι όσοι τοποθετούν μια βόμβα ή γκαζάκια κάπου έχουν στο βάθος του μυαλό τους το φόνο και ότι θέλουν σε κάθε περίπτωση να σκοτώσουν είναι πέρα από λογικό άλμα μια ολοκληρωτική αντίληψη. Ειδικά στις περιπτώσεις που υπάρχουν προειδοποιητικά τηλεφωνήματα και λαμβάνονται μέτρα προφύλαξης το να λέει κανείς ότι στο πίσω μέρος του μυαλού του δράστη είναι η αφαίρεση ζωών είναι σαν να λέμε ότι οι μεθυσμένοι οδηγοί, ή οι οδηγοί των φορτηγών με το υπέρβαρο φορτίο και με τα φθαρμένα ελαστικά, όταν ξεκινούν την κούρσα του θανάτου, έχουν στο πίσω μέρους του μυαλού τους την αφαίρεση ζωών. Γιατί ας μη γελιόμαστε ότι και αυτά είναι μια ωρολογιακή βόμβα, που κάποιες φορές έτυχε να σκάσει σκοτώνοντας στο τέλος ανήλικους μαθητές.
Σε καμιά περίπτωση ο δόλος διακινδύνευσης κάποιων αγαθών δεν μπορεί να ταυτίζεται ή να εξισώνεται με χονδροειδείς απλοποιήσεις με το δόλο βλάβης. Τέτοια τεκμήρια κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν εξίσου φασιστικά.
Στην Ευρώπη από το 1947 μέχρι το 1985 διεπράχθησαν 5432 τρομοκρατικές απόπειρες οι οποίες προκάλεσαν 455 θανάτους…
Την ίδια περίοδο εξακολουθούν να προκαλούν πολύ περισσότερους θανάτους άλλες πηγές κινδύνου που σχετίζονται με την καθημερινότητά μας, τον τρόπο ζωής μας, αλλά δεν αμφισβήτηθηκαν ποτέ, γιατί στο μυαλό της πλατιάς μάζας αποτελούν μια κοινωνική ίσως αναγκαιότητα κι ένα ρίσκο ας πούμε ηθελημένο. Με την ίδια παρόμοια λογική για κάποιους ίσως τρομοκράτες ή κοινωνικούς επαναστάτες που επιλέγουν το δρόμο της βίας, αυτή αποτελεί αναγκαιότητα.
Ακόμα και αν οι βόμβες τους είναι χαμηλής ισχύος, ακόμα και αν δε σκοτώνουν στο τέλος, το αν αξίζει κανείς να πάρει αυτό το ρίσκο θα κριθεί εκ του αποτελέσματος ακόμα και αν εμείς εκ των προτέρων πιστεύουμε ότι το εγχείρημα τους είναι καταδικασμένο σε αποτυχία.
Καλώς ή κακώς όσο θα υπάρχουν αδικίες τις οποίες η κοινωνία δε θα επιχειρεί να απαλείψει, κάποιοι αυτόκλητοι ή μη, τιμωροί ή επαναστάτες θα αναλαμβάνουν να καλύψουν αυτό το κενό, να αποδώσουν τη δικαιοσύνη με το δικό τους τρόπο. Το αν είναι στρεβλός και το αν θα αποτύχει μπορούμε εύκολα να το προδικάσουμε όλοι εμείς που καθόμαστε αναπαυτικά στην καρέκλα μας μπροστά σε μια οθόνη και ένα πληκτρόλογιο και γράφουμε τις απόψεις μας, ιδιωτικά ή δημόσια.
Όσο αυτοί που θα διαθέτουν τα μέσα θα είναι οι λίγοι και όσο οι πολλοί θα εξαρτώνται εκβιαστικά από τους λίγους, οι πλειοψηφίες θα είναι πάντοτε εξαρτημένες από αυτούς, η πληροφόρηση κι η ενημέρωση το ίδιο. Έτσι λοιπόν κάποιοι δεν μπορούν να περιμένουν να επέλθει στις κοινωνικές μάζες η επιφοίτηση του αγίου πνεύματος που δεν υπάρχει. Για αυτούς η δράση πρέπει να ξεκινήσει τώρα και για κάποιους λίγους αυτή χρειάζεται για να έχει αποτέλεσμα να είναι βίαιη.
Αντί επιλόγου ένα βίντεο με μια ανάλυση που αφορά στην οπτική του Γκάντι πάνω στο θέμα της βίας από τον Norman Finkelstein με αφορμή την εισβολή των Ισραηλινών στη Γάζα στα τέλη του 2008.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=FZHb7YbYd8I&feature=player_embedded]
Φυσικά το ερώτημα που έχει θέσει ο Καμί “αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ποιος θα αγιάσει το σκοπό” είναι επίκαιρο πάντοτε…
μερικοί απο μας μπορούν να στριφογυρίζουν στις καρέκλες τους μέχρι να βρουν την απάντηση… κάποιοι έχουμε αυτην την πολυτέλεια… άλλοι όμως όχι. Κάποιοι μπορούμε να αναρωτιόμαστε αν αυτό που είπε ο Bertrand Russell κάποτε “I would never die for my beliefs because I might be wrong.” το ενστερνιζόμαστε πραγματικά ή απλώς το χρησιμοποιούμε σαν άλλοθι…
Αν είχα την επιλογή να χτίσω μια ιδανική κοινωνία μέσα από μια δικτατορία δεν πιστεύω ότι θα το έκανα, γιατί το ιδανικό θα πρέπει να έρχεται από ελεύθερη επιλογή… το οτι δε βλέπουμε γύρω μας κάγκελα όμως, δε σημαίνει ότι δεν είμαστε φυλακισμένοι…
Σαν επίμετρο, σας προσφέρω ένα ταξίδι στο χρόνο μέσα από τη ματιά ενός θεωρητικού του πολέμου για άλλους προπαγανδιστή του πολέμου για τις απόψεις των Marx, Engels και Λένιν σχετικά με τον πόλεμο και τη βία…
Τα αποσπάσματα είναι αυτούσια από το βιβλίο “Θεωρία του Πολέμου”, εκδόσεις Θεμέλιο…
Πρεπει λοιπόν να διαχωρίσουμε τους πολέμους είτε με κριτήριο την αντικειμενική τους λειτουργία ειτε με κριτήριο τους υποκειμενικούς τους σκοπούς. μόνο στην τελευταία αυτλη περίπτωση έχει πλήρες νόημα η διάκριση μεταξύ δίκαιων και αδίκων πολέμων: δίκαιοι είναι όσοι διεξάγονται από επαναστατικά ή πάντως προοδευτικά ιστορικά-πολιτικά υποκείμενα προς επίτευξη αντίστοιχων σκοπών. Οι Marx και Engels δεν ανέλυσαν διεξοδικότερα τη διάκριση μεταξύ δίκαιων και άδικων πολέμων, όμως λόγω της σημασίας τους για τον Λένιν και την κατοπινή μαρξιστική-λενινιστική θεωρία πρέπει να συγκρατήσουμε εδώ τις σχετικές επισημάνσεις τους. Έτσι π.χ. ο Marx χαρακτήρισε “πόλεμο των υπόδουλων ενάντια στους καταπιεστές τους” ως τον “μόνο δίκαιο πόλεμο στην ιστορία” (Der Burgerkrieg in Frankreich, MEW, t. 16, 358), εννοώντας τους ταξικούς αγώνες και εμφύλιους πολέμους αλλά στην ίδια κατηγορία μπορούσαν να ενταχθούν και πόλεμοι μεταξύ καταπιεστικών και καταπιεζόμενων εθνών. Για τον Μαρξ ο βρεταννικός πόλεμος εναντίον της Κίνας ήταν “άκρως άδικος” (English Attrocities in China, NYDT, 10.4.1857=CW, τ.31, 431) ενώ ο Engels απέρριπτε ήδη το 1948 την εξίσωση προοδευτικών κινημάτων και αντιδραστικών πολέμων, όπως π.χ. εκείνου με τον οποίο η Αυστρία πέταξε την Ιταλία (Ein Wort an die Riforma, Deutsche Brusseler Zeitung, 24.2.1848 = MEW, τ. 4, 526). Η διάκριση μεταξύ δίκαιο και άδικου πολέμου καθώς και η ταύτιση του πρώτου με τον (εμφύλιο) επαναστατικό πόλεμο θεωρούνταν λοιπόν λίγο-πολύ σίγουρες, όμως αυτό δεν αποτελούσε και απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ο δίκαιος πόλεμος όφειλε να παραμείνει αμυντικός από στρατηγική άποψη ή μπορούσε εξίσου να είναι επιθετικός. Όπως θα δούμε, ο Λένιν διαχώρισε τα δύο αυτά ζητήματα, δηλαδή αποτιμά τον δίκαιο χαρακτήρα του πολέμου ανεξάρτητα από το αν είναι στραγητικά αμυντικός ή επιθετικός (Attack, CW, τ. 18, 35). Στους Marx και Engels το σημείο αυτό παραμένει αδιευκρίνιστο, αν και θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι, καθώς απεχθάνονταν ηθικισμούς επιζήμιους για την υπόθεση της επανάστασης, θα συμφωνούσαν με τη θέση του Λένιν. Πάντως οι συναφείς αποφάνσεις του Engels είναι περιστασιακές και διφορούμενες. Όσο ακόμα ήταν ζωντανή η ελπίδα μετοχέτευσης της ευρωπαϊκής επανάστασης σε ευρωπαϊκό πόλεμο ενάντια στους άθικτους ακόμα προμαχώνες της αντίδρασης, ονειρευόταν μιαν “επιτυχή επίθεση” των επαναστατικών στρατιών εναντίον της Ρωσσίας(Επιστολή στον Wiedemeyer απο΄12.4.1853 = MEW, τ. 28, 577) , όμως το 1882 έγραφε: “το νικηφόρο προλεταριάτο δεν μπορεί να επιβάλει σ’ οποιονδήποτε ξένο λαό την ευτυχία χωρίς να υπομονεύσει την ίδια του τη νίκη. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει αμυντικούς πολέμους ποικίλης μορφής” (Επιστολή στον Kautsky από 12.9.1882 = MEW, τ. 35, 358). Επανελάμβανε έτσι μιαν πεποίθηση που είχε εκφράσει ήδη πριν από τις αποφασιστικές πολιτικές εμπειρίες του 1848, όταν περιέγραφε το ιδεώδες της κομμουνιστικής κοινωνίας: η θέση, οτι η κομμουνιστική κοινωνία μόνο αμυντικούς πολέμους μπορούσε να διαξάγει (Ομιλία στο Eberfeld, 8.2.1848, MEW, τ. 2, 543.) προέκυπτε περίπου από τον ορισμό της αταξικής κοινωνίας, στην οποία οφείλει να μην υπάρχει τάξη τέτοια, ώστε να προσδοκά ιδιαίτερα οφέλη από επιθετικούς πολέμους. Όμως η εμηδένιση των υπόλειπόμενων ταξικών κοινωνιών δε θα αποτελούσε συλλογικό όφελος;
Όπως στους Marx και Engels έτσι και στον Λένινη ιστορική λειτουργία του πολέμου αποτιμάται στη διπλή προοπτική του προκαταβολικά δεδομένουν πλαισίου που ορίζει η δική τους φιλοσοφία της ιστορίας: οι πόλεμοι ναι μεν συνδέονται με την ύπαρξη τάξεων καιο θα πάψουν μόνο αν εξαφανιστούν οι τάξεις, αλλά στο ενδιάμεσο διάστημα, που μόνο αυτό μετρά από πρακτική-πολιτική άποψη, βλέπονται με κριτήρια ορθολογικής σκοπιμότητας, δηλαδή ανάλογα με το αν ενδείκνυται ή όχι προκειμένου να προωθήσουν την εκάστοστε επιθμητή βραχυπρόθεσμη ή μακροπορίθεσμη εξέλιξη. Και στο ζήτημα τούτο δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία: οι πόλεμοι και η βία εν γένει είναι δυνατόν ν’ ανήκουν στις μεγάλες κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας, ούτως ώστε η συλλήβδην ηθική τους καταδίκη θα μπορεί να πηγάζει απλώς από πολιτική-ιστορική άγνοια και αφέλεια. Μόνο δκαρύβρεκτοι παπάδες λέει ο Λένιν, δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν ποιες αναγκαιότητας διεπουν τον πόλεμο και μάλιστα ακριβώς σε εποχή όπου η ιστορία πάει να λύσει τα μέγιστα προβληματα της ανθρωπότητας με τον αγώνα και τον πόλεμο (Επιστολή στους Αμερικανούς εργάτες, 22.8.1918 = Uber Krieg, II ,1, 388).
Αν ο πόλεμος είναι “αναπόφευκτο και αξεχώριστο παρακολούθημα κάθε ταξικής κυριαρχίας, αν είναι εξίσου νομοτελειακή μορφή της καπιταλιστικής ζωής όπως και η ειρήνη και όχι σύμπτωση και αμαρτία όπως πιστεύουν οι χριστοανοί παπάδες (Lage und Aufgaben der sozialistischen Internationale, 1.11.1914 = Uber Krieg, I, 415), τότε οι ελπίδες περί αφοπλισμού, όσο διαρκεί το καπιταλιστικό καθεστώς, πρέπει να χαρακτηριστούν ως αντιδραστικές, μικροαστικές δημοκρατικές ψευδαισθήσεις (Programmentwurf der KPR, Μάρτιο 1919 = Uber Krieg, II,1, 82). Η προλετριακή προβληματική για την ειρήνη διαφέρει ριζικά από την αστική δημοκρατική: το σύνθημα ειρήνη με κάθε αντίτιμο είναι απαράδεκτο, γιατί έτσι συγκαλύπτεται το γεγονός ότι κάθε ειρήνη, όπως και κάθε πόλεμος, επιδικώκει ορισμένους σκοπούς (Das europaische Kapital und die Selbstherrschafft -5.4[23.3.]1905 = Uber Krieg, I, 109 κε.). Και όπως δεν υπάρχει ηθική υποχρέωση προς υπεράσπιση της ειρήνης με κάθε αντίτιμο είναι απαράδεκτο, έτσι και δεν υπάρχει ηθική υποχρέωση προς καταδίκη του πολέμου καθ εαυτόν, αφού πέραν ότι είναι αναπόδραστος, η ιστορία έχει γνωρίσει και δίκαιους πολέμους. Η έννοια λοιπόν του δίκαιου πολέμου έχει να κάμει αποκλειστικά με τους σκοπούς, όχι με τη διεξαγωγή του πολέμου… Ο πόλεμος εναντίον του πολέμου δε γίνεται με ηθικά επιχειρήματα και ειρηνικά μέσα, παπαδίστικες-συναισθηματικές χαζοκλαψούρες για ειρήνη με κάθε αντίτιμο δεν έχουν καμμιά επίδραση, η άρνηση της στράτευσης για λόγους συνείδησης και η απεργία ως μέσα παρεμπόδισης του πολέμου είναι απλώς βλακεία και δειλό όνειρο. Μονάχα όταν θα έχουμε νικήσει ολότελα την αστική τάξη σ’ ολόκληρον τον κόσμο θα καταστούν αδύνατοι οι πολεμοι…
Στην Ευρώπη επικρατούσε ειρήνη, όμως αυτή διατηρουνταν επειδή η κυριαρχία των ευρωπαϊκών λαών πάνω στα εκατοντάδες εκατομμύρια κατοίκων των αποικιών πραγματοποιήθηκε με ατελείωτες και αδιάκοπους πολέμους, που εμείς οι Ευρωπαιοι δεν τους θεωρούμε πολέμους, αφού συχνά έμοιαζαν όχι με πολέμους, αλλά με την κτηνώδη δολοφονία και την εξόντωση άοπλων λαών…
Γιατί ο ιμπεριαλισμός γεννά την άρνησή του ακριβώς τη στιγμή όπου ενεργοποιεί πλήρως τη φύση του. Καταπιέζει έθνη και έτσι πυροδοτεί εθνικούς πολέμους, εξαπολύει ιμπεριαλιστικούς πολέμους και πυροδοτεί επαναστάσεις και εμφυλίους πολέμους. Εθνικοί πόλεμοι, εμφύλιοι πόλεμοι και πόλεμοι σοσιαλιστικών κρατών εναντίον καπιταλιστικών δυνάμεων στρέφονται από κοινού εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και συναποτελούν την τριπλή όψη του δίκαιου πολέμου στην εποχή του ιμπεριαλισμού(Das Militarprogramm der proletarischen Revolution, 1916= uber Krieg, I, 600)
Πόλεμοι ανάμεσα στο ΜΑρόκκο και στη Γαλλία, στις Ινδίες και στην Αγγλία, στην Περσία ή την Κίνα και στη Ρωσσία θα ήσαν από την πλευρά των πρώτων αμυντικοί και μάλιστα ανεξαρτήτως του ποιος επιτίθεται πρώτος(Sozialismus und Krieg, 1915 = uber Krieg, I, 490)
…ήδη το 1908 είχε γράψει ο Λένιν ότι η μόνη δυνατή σκοπιά για την πολιτική αποτίμηση ενός πολέμου είναι τα συμφέροντα του ταξικού αγώνα του προλεταριάτου και όχι ο αμυντικός ή επιθετικός χαρακτήρας του πολέμου(Der streibare Militarismus…, 5.8.1908 =Uber Krieg, I, 352). Εδώ οι έννοιες άμυνα και επίθεση χρησιμοποιούνται προφανώς με τη συνήθη στρατηγική τους έννοια. Το ζήτημα αυτό απσχόλησε το Λένιν από τότε που ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και βασική θεωρητική του μέριμνα έγινε η ανασκευή του επιχειρήματος των σοσιαλσωβινιστών ότι η υπεράσπιση της πατρίδας επιβαλλόταν, επειδή η πατρίδα έπεσε θύμα επίθεσης. Η απάντηση του Λένιν ήταν η αποσύνδεση της έννοιας του δίκαιου πολέμου από την έννοια του αμυντικού πολέμου (με τη στρατηγική σημασία) και η αποκλειστική σύνδεση της έννοιας του δίκαιου πολέμου με τον αμυντικό πόλεμο υπό την πολιτική-ιστορική έννοια, ο οποίος όμως από στρατηγική άποψη μπορεί να είναι τόσο αμυντικός όσο και επιθετικός. Ώστε δεν έχει νόημα να ξεχωρίζουμε τους πολέμους σε αμυντικούς και επιθετικούς θέλοντας να θεμελιώσουμε πάνω σ’ ενα στρατηγικό δεδομένο κρίσεις για τον δίκαιο ή άδικο χαρακτήρα τους. Ο μικροαστός αρκείται βέβαια σε εξηγήσεις όπως ο εχθρός εισέβαλε στη χώρα μου και δεν τον απασχολεί π πολιτικός σκοπός και ο ταξικός χαρακτήρας, ήτοι η ιστορική-πολιτική αποτίμηση του πολέμου (Uber eine KArikatur auf den MArxismus, 1916 = Uber Krieg, I, 591)- λες και η ουσία του πράγματος είναι ποιος επιτέθηκε πρώτος και όχι τι σκοπούς έχεις και ποιες τάξεις διεξάγουν τον πόλεμο! (Offener Brief an B. Souvarine, Δεκ. 1916 = Uber Krieg, I, 656). Άλλωστε στην ιμπεριαλιστική εποχή, λόγω της διεθνούς αλληλεγγύης τόσο του προλεταριάτου όσο και της αστικής τάξης, είναι πρακτικά δύνατο να ξεχωρίσει κανείς ποιος και πού επιτέθηκε πρώτος. ο παγκόσμιος εμφύλιος πόλεμος κάνει τέτοιες διακρίσεις εντελώς ξεπερασμένες. Όταν “ο εμφύλιος πολεμος μέσα σε διαφορες χώρες συγχωνεύεται με τους επαναστατικούς πολέμους μεταξύ των προλεταριακών και των αστικών χωρών, τότε η διαφορά μεταξύ αμυντικών και επιθετικών πολέμων χάνει οριστικά το νόημά της( Programmentwurf der KPR Μάρτιος 1919 = Uner Krieg, I (2), 478).
Η δικαιοσύνη μπορεί να επιτίθεται από στρατιωτική-στρατηγική άποψη, αλλά ως προς την ουσία της παραμένει αθώα και φιλειρηνική, η αδικία μπορεί να εμφανίζεται προς τα έξω όσο φιλειρηνική θέλει, ως προς την ουσία της παραμένει κακή και επιθετική…
Από εδώ και στο εξής μόνο clopy & paste…
Short link: https://asylo.squat.gr/?p=1153