Αστυνομικό δίκαιο ή αστυνομικό άδικο; Μια κερκόπορτα για τα δικαιώματα του πολίτη;
Εναλλακτικός τίτλος «προσαγωγές προσαγωγές παντού, προσαγωγές κατά του εσωτερικού εχθρού»…
Μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, ο απερχόμενος δήμαρχος της Νέας Υόρκης ενίσχυσε την από καιρό εφαρμοζόμενη πολιτική μηδενικής ανοχής με αιχμή του δόρατος μια ασφυκτική αστυνόμευση -αστυνομοκρατία έτσι ώστε να εμπεδωθεί ένα αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες της μεγαλούπολης που προσπαθούσαν να συνέλθουν από το τρομοκρατικό χτύπημα. Ωστόσο η μείωση των δεικτών της εγκληματικότητας είχε ξεκινήσει πριν αναλάβει τα ηνία της πόλης -στις αρχές του ’90- ο Giuliani και αρχίσει να εφαρμόζει την πολιτική της μηδενικής ενοχής. Την ίδια περίοδο έπεφταν οι δείκτες εγκληματικότητας σε εθνικό επίπεδο στις Ηνωμένες Πολιτείες ακόμα και σε περιοχές που ακολουθούνταν εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές από αυτήν της μηδενικής ανοχής.
Ωστόσο μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου το δόγμα της ασφάλειας έπρεπε να αναβαθμιστεί. Εισήλθαμε στην περίοδο των προληπτικών πολέμων και γενικότερα της ανάγκης πρόληψης μέσα από αστυνομικά μέσα και μέτρα. Μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ευρώπη, σε Μαδρίτη και Λονδίνο, υιοθετεί η Ευρωπαϊκή Ένωση νομικά εργαλεία που υποχρεώνουν τις εταιρίες τηλεπικοινωνιών να διατηρούν για μέχρι μία διετία δεδομένα θέσης και κίνησης από όλες τις κλήσεις κινητών τηλεφώνων αλλά και την ηλεκτρονική αλληλογραφία. Πρόκειται για τη λεγόμενη Οδηγία για τη διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης (DIRECTIVE 2006/24/EC of 15 March 2006), δηλαδή αποθήκευση στοιχείων από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους όπως του ονοματεπώνυμου του καλούντος και του καλούμενου, των τηλεφωνικών αριθμών, της διάρκειας της κλήσης-συνδιάλεξης και της τοποθεσίας των συνδιαλεγομένων, ώστε οι αρχές να έχουν τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε αυτά για τυχόν έρευνες για τρομοκρατικά αδικήματα. Το περιεχόμενο των κλήσεων δε θα αποθηκεύεται-καταγράφεται –για πόσο ακόμη άραγε; Στο στόχαστρο μπαίνουν όλοι οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι έλεγχοι και η αστυνόμευση εντείνονται σε όλη την Ευρώπη. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Βρετανία όπου τα συστήματα παρακολούθησης των πολιτών σε δημόσιους χώρους είναι παντού –εκατομμύρια κάμερες που λειτουργούν επί εικοσιτετραώρου βάσεως- και σαν να μην έφτανε αυτό συνεχείς έλεγχοι σε πολίτες στο δρόμο οι οποίοι κρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παράνομοι.
Με το παγκόσμιο κλίμα να διαμορφώνεται κάπως έτσι, στην Ελλάδα επιμένουμε στους παραδοσιακούς τρόπους ελέγχου και αστυνόμευσης, μακριά από τα απρόσωπα συστήματα ασφαλείας –τα οποία κάνουν και εδώ την εμφάνιση τους όχι όμως με τους ίδιους ραγδαίους ρυθμούς όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Τα κλασικά αστυνομικά εργαλεία της ΕΛ.ΑΣ. είναι η εξακρίβωση στοιχείων και οι προσαγωγές. Ρωτώντας αστυνομικούς πότε και γιατί προβαίνουν σε μια εξακρίβωση στοιχείων κάποιου πολίτη, για ποιο λόγο δηλαδή οι απαντήσεις που παίρνει κανείς κινούνται σε ένα ευρύ φάσμα, από το «γιατί έτσι» μέχρι «γιατί ψάχνουμε κάτι ή κάποιον», ή «γιατί απλά ο Διευθυντής μας διέταξε να κάνουμε εξακριβώσεις και προσαγωγές γιατί θέλει να δει νούμερα»…κοινώς ελέγχους…
Έχει παρατηρηθεί ορισμένες φορές ότι γίνεται έλεγχος για τον έλεγχο και όχι γιατί υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος σκοπός –όπως η αναζήτηση συγκεκριμένου προσώπου, καταζητούμενου ή φυγόποινου. Στο άρθρο 74 του Π.Δ. 141/1991 (Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες του προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και θέματα οργάνωσης Υπηρεσιών) προβλέπεται ότι ο αστυνομικός σκοπός -καθήκοντα αστυνομικού σκοπού εκτελούν Αστυφύλακες και Αρχιφύλακες που ΔΕΝ είναι ανακριτικοί υπάλληλοι- έχει αρμοδιότητα (εδάφιο η΄) να εξακριβώνει την ταυτότητα προσώπων που εισέρχονται σε καταστήματα ή κατοικίες ή εξέρχονται απ` αυτές κατά τη διάρκεια της νύκτας, αν από τις συνθήκες δημιουργούνται υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας. Επίσης –εδάφιο θ’- να Οδηγεί στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περισσοτέρων και της συμπεριφοράς του δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας. Τα προσαγόμενα στο αστυνομικό κατάστημα άτομα δέον όπως ΜΗ παραμένουν σ` αυτό πέραν του χρόνου ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για το σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν.
Ερώτημα πρώτο είναι κατά πόσο το εδάφιο-περίπτωση η΄ συνδέεται με το εδάφιο-περίπτωση θ΄… Αν θεωρήσουμε ότι τα δύο εδάφια είναι ξεχωριστά τότε συνάγεται ότι ο αστυνομικός σκοπός μπορεί να ζητάει χωρίς καμία αιτιολογία από τον οποιονδήποτε τα στοιχεία του και αν αυτός δεν έχει κάποιο αποδεικτικό της ταυτότητάς του, τον οδηγεί στο τμήμα. Αυτό που έχει παρατηρηθεί ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ότι ακόμα και όταν ο πολίτης επέδειξε την αστυνομική του ταυτότητα, παρόλα αυτά προσήχθη στο αστυνομικό τμήμα. Όπως ορίζει το άρθρο 74 παρ. 15 περ. θ΄ εφόσον υπάρχουν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής πράξης ο αστυνομικός σκοπός μπορεί να προσαγάγει τον πολίτη χωρίς να έχει προβεί σε οποιοδήποτε άλλο έλεγχο.
Άρα στις περιπτώσεις που ο πολίτης προσάγεται καιτοι έχει επιδείξει την ταυτότητα του συνάγεται ότι η εξακρίβωση στοιχείων είναι προσχηματική και η προσαγωγή παράνομη. Δηλαδή ο αστυνομικός πιθανολογεί ότι ο πολίτης δε θα έχει την ταυτότητά του, και για αυτό τη ζητάει, οπότε αν λάβει αρνητική απάντηση, έχει δικαίωμα να τον προσαγάγει. Αν ο πολίτης ήταν όντως ύποπτος διάπραξης εγκλήματος, τότε ο αστυνομικός δε χρειαζόταν να ζητήσει την ταυτότητα του υπόπτου αλλά μπορούσε να τον προσαγάγει κατευθείαν. Έτσι όταν ζητάει την ταυτότητα σημαίνει ότι δεν τον θεωρεί ύποπτο τέλεσης εγκλήματος και άρα όταν επιδεικνύεται η ταυτότητα ο αστυνομικός δεν έχει δικαίωμα να προβεί σε προσαγωγή.
Η εξακρίβωση στοιχείων είναι αναγκαία και απαραίτητη όταν καταζητείται συγκεκριμένο άτομο ή αναζητείται κάποιος φυγόποινος σε κάποια περιοχή και μέσω της εξακρίβωσης και των ελέγχων επιδιώκεται η σύλληψη προσώπου. Οι αδιάκριτοι έλεγχοι χωρίς κάποια ειδική αιτιολογία παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα νομικής αιτιολόγησης σε ένα κράτος δικαίου όπου η αρχή της αναλογικότητας είναι ρητά κατοχυρωμένη στον Καταστατικό χάρτη του κράτους που αποκαλούμε Σύνταγμα.
Ένα ακόμη ερώτημα που προκύπτει είναι τι σημαίνει «σοβαρές υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος» και αν αυτές αναφέρονται σε τετελεσμένο έγκλημα ή σε έγκλημα μελλοντικό.
Στη με Αριθ. Πρωτ: 7100/22/4α εγκύκλιο –17 Ιουνίου 2005- του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. αναφέρεται ρητά «H πρακτική της προσαγωγής πολιτών στο αστυνομικό κατάστημα προς εξακρίβωση της ταυτότητάς τους και συλλογή στοιχείων προς διερεύνηση τυχόν τελεσθέντος ή αποτροπή προπαρασκευαζομένου εγκλήματος, προβλέπεται από το άρθρο 74 παρ. 15 περ. θ΄ του Π.Δ.141/1991…» Έχει καταγγελθεί επίσης ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν γίνει ομαδικές μάλιστα προσαγωγές ατόμων προληπτικού χαρακτήρα, δηλαδή χωρίς να έχει τελεστεί κάποια αξιόποινη πράξη πρωτύτερα.
Ανατρέχοντας κανείς στα άρθρα 94 και 95 του Π.Δ. 141/1991 βρίσκει έναν κατάλογο ενεργειών, προληπτικών και κατασταλτικών για τις οποίες είναι αρμόδια τα αστυνομικά όργανα. Η προσαγωγή υπόπτων αναφέρεται μόνο στην περίπτωση των κατασταλτικών ενεργειών της ΕΛ.ΑΣ. και συγκεκριμένα «σε περίπτωση διάπραξης οποιουδήποτε εγκλήματος, η Ελληνική Αστυνομία οφείλει να επαναλαμβάνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τη βεβαίωσή του, τη συλλογή των αποδείξεων και πειστηρίων, την αναζήτηση και σύλληψη του δράστη και την παράδοσή του στην αρμόδια δικαστική αρχή. Προς τούτο δύναται η Αστυνομία να προσκαλεί ή προσάγει για εξέταση στα Αστυνομικά καταστήματα τα άτομα, για τα οποία υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι ενέχονται στη διάπραξη του εγκλήματος.
Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι η προσαγωγή ατόμου δεν είναι δυνατή ως προληπτική του εγκλήματος ενέργεια, διότι αποτελεί πράξη διερεύνησης εγκληματικής πράξης –εξακρίβωση ταυτότητας του υπόπτου και εξέτασή του. Αν ήταν επιτρεπτή και για τις περιπτώσεις που δεν έχει τελεστεί ακόμα έγκλημα θα αναφερόταν στο άρθρο 94 όπου γίνεται λόγος για τις προληπτικές ενέργειες της αστυνομίας όπου εκεί εντάσσονται σωματικές έρευνες και άλλα.
Η προσαγωγή υπόπτου όπως και άλλες ενέργειες της αστυνομίας –σωματικές έρευνες κτλ- αποτελεί ένα επαχθές για τον πολίτη μέτρο, το οποίο περιορίζει την ελευθερία του. Για αυτό το λόγο πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα όπως κάθε πράξη της Διοίκησης που μπορεί να προσβάλλει ατομικά δικαιώματα και αγαθά του πολίτη. Συγκεκριμένα οφείλεται να γίνεται αναφορά και μνεία ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που δημιούργησαν τις σοβαρές υπόνοιες ότι ο εν λόγω πολίτης που προσάγεται είναι ύποπτος τέλεσης εγκλήματος. Αυτονόητο θεωρείται ότι όταν ένας πολίτης προσάγεται θα πρέπει να γνωρίζει το λόγο για τον οποίο προσάγεται.
Αν η προσαγωγή γίνει λόγω μη ύπαρξης αστυνομικής ταυτότητας τότε ο λόγος της προσαγωγής είναι ξεκάθαρος –δηλαδή εξακρίβωση και μόνο στοιχείων. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι κανένας πολίτης δεν είναι υποχρεωμένος να αιτιολογεί το λόγο για τον οποίο βρίσκεται σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο. Δηλαδή η αστυνομία είναι εκείνη που φέρει το βάρος απόδειξης για το αν συντρέχουν σοβαρές υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος. Δε χρειάζεται λοιπόν ο πολίτης να παράσχει κάποιο πειστικό λόγο στα αστυνομικά όργανα για τη φυσική παρουσία του σε ορισμένο χώρο και οποιαδήποτε αρνητική απάντηση δε συνιστά υποψία ή υπόνοια για τη διάπραξη εγκλήματος. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις που πολίτες διαμαρτύρονται για τους ελέγχους ή για τυχόν προσαγωγές παρά την ύπαρξη ταυτότητας, οι εν λόγω διαμαρτυρίες «μετατρέπονται» από τα αστυνομικά όργανα σε εξύβριση –κατά των αστυνομικών- που μπορεί να φτάσει στην κατηγορία της απειλής και της απείθειας.
Στην προσαγωγή λοιπόν έχουμε ύποπτο (σοβαρές υπόνοιες τέλεσης αδικήματος σημαίνει ύποπτος, ενδείξεις ενοχής κατηγορούμενος, επαρκείς ενδείξεις ενοχής σημαίνει παραπομπή σε δίκη και αποδείξεις σημαίνει καταδικαστική απόφαση)και όχι κατηγορούμενο ή συλληφθέντα κατ’ ακριβολογία. Στο άρθρο 119 αναφέρονται οι κανόνες που πρέπει να τηρούνται κατά τη σύλληψη. Στην περίπτωση δ΄ αναφέρεται ότι όταν υπάρχει υπόνοια φυγής, ένεκα της προηγούμενης διαγωγής ή της συμπεριφοράς που δείχνει το πρόσωπο που συλλαμβάνεται, δεσμεύεται με χειροπέδες, για την πρόληψη απόδρασης. Στην προσαγωγή όμως δεν έχουμε συλληφθέντα αλλά προσαχθέντα. Άρα τυπικά δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παραπάνω ρύθμισης, δηλαδή ακόμα και αν αυτός που προσάγεται είναι ύποπτος φυγής δεν επιτρέπεται η δέσμευση με χειροπέδες, γιατί αυτή η διαδικασία αφορά μόνο στους συλληφθέντες.
Εδώ βέβαια προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα με το status αυτού που προσάγεται. Υποστηρίζεται ότι ο προσαχθείς στην ουσία είναι συλληφθείς και ότι υποβάλλεται σε καθεστώς αστυνομικής κράτησης. Πρέπει να τονιστεί ότι εν τοις πράγμασι μπορεί να είναι έτσι ωστόσο δεν υπάρχει καμία ρητή νομοθετική ρύθμιση που να θεμελιώνει νομικά το θεσμό της αστυνομικής κράτησης. Οποιαδήποτε στέρηση ή έστω και περιορισμός προσωρινός της ελευθερίας του ατόμου δεν μπορεί να επιβάλλεται επειδή απλώς προκύπτει από τα συμφραζόμενα κάποιων διατάξεων χωρίς να υπάρχει ρητή ειδική ρύθμιση.
Το νομικό καθεστώς του –αστυνομικού- υπόπτου είναι θολό. Δεν είναι τυχαία θολό σε αντίστιξη με το νομικό καθεστώς του –δικονομικού- υπόπτου. Στις περιπτώσεις που κάποιος πολίτης καταγγέλλεται με μήνυση ή έγκληση είναι υποχρεωτική –για πολλά πλημμελήματα και για όλα τα κακουργήματα- πριν ασκηθεί οποιαδήποτε δίωξη, η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Στα πλαίσια της εξέτασής αυτής, ο μηνυόμενος καλείται να εμφανιστεί ενώπιον πταισματοδίκη. Αν δεν εμφανιστεί, η προκαταρκτική εξέταση θεωρείται περατωμένη και πλέον η δικογραφία διαβιβάζεται στον εισαγγελέα για να αποφασίσει αν θα ασκήσει την ποινική δίωξη. Κατά την προκαταρκτική εξέταση ο ύποπτος έχει όλα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου –κατ ουσία βέβαια είναι κατηγορούμενος γιατί με βάση το άρθρο 72 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και αυτός που αναφέρεται σε μήνυση ή έγκληση θεωρείται κατηγορούμενος. Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι υπάρχει μια μεγάλη διαφορά στο καθεστώς του υπόπτου που προσάγεται από την αστυνομία –αστυνομικού υπόπτου- και του υπόπτου της προκαταρκτικής εξέτασης –δικονομικού υπόπτου. Στον πρώτο εφαρμόζονται διατάξεις αστυνομικού δικαίου, στο δεύτερο διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ο προσαχθείς από την αστυνομία ύποπτος -πρέπει να- έχει τα ίδια δικαιώματα με τον ύποπτο της προκαταρκτικής εξέτασης, δηλαδή δυνατότητα παράστασης με συνήγορο κατά την εξέταση, δικαίωμα σιωπής κ.α.
Δεν είναι τυχαίο που υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση σε επίπεδο νομοθεσίας. Όσα περισσότερα δικαιώματα προβλέπονται για τον κατηγορούμενο ή τον ύποπτο τόσο περισσότερο δεμένα θεωρεί τα χέρια της η αστυνομία. Ένας προσαχθείς σε ένα αστυνομικό τμήμα, όταν δε γνωρίζει τα δικαιώματά του και όταν δεν έχει το δικηγόρο μαζί του είναι πολύ πιο ευάλωτος.
Το ορθότερο θα ήταν σε περίπτωση τέλεσης αξιόποινης πράξης, να ενεργοποιείται αυτόματα η διαδικασία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και να αδρανοποιούνται οι όποιες αστυνομικές διαδικασίες.
Όπως και ναχει η παραμονή του προσαχθέντος στο αστυνομικό τμήμα δεν μπορεί να διαρκέσει πάνω από το χρόνο που απαιτείται για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της εξακρίβωσης, εξέτασης κτλ. Αυτός ο χρόνος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 24ωρο –στη Γερμανία είναι 12ωρο αν δεν κάνω λάθος. Το 24ωρο προκύπτει ως όριο από το αντίστοιχο όριο κράτησης του συλληφθέντα επ’ αυτοφώρω δράστη ο οποίος μπορεί να κρατηθεί μόνο 24ώρες και όχι παραπάνω μέχρι να οδηγηθεί στον εισαγγελέα. Έτσι ο προσαχθείς δεν είναι δυνατόν να παραμένει στο αστυνομικό τμήμα παραπάνω από κάποιον που έχει συλληφθεί.
Στην ουσία το να θεωρείται κανείς προσαχθείς είναι ηπιότερο από το να έχει συλληφθεί, γιατί στην πρώτη περίπτωση είναι απλώς ύποπτος ενώ στη δεύτερη κατηγορούμενος, αφού έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω. Το πρόβλημα είναι όμως ότι και στις 2 περιπτώσεις έχουμε στέρηση της ελευθερίας με τη διαφορά ότι ο συλληφθείς έχει ξεκάθαρα δικαιώματα σε αντίθεση με τον ύποπτο-προσαχθέντα.
Κατά το στάδιο της παραμονής στο αστυνομικό τμήμα ο προσαχθείς υποβάλλεται σε δακτυλοσκόπηση σύμφωνα με το άρθρο 29 του Π.Δ. 342/1977 εφόσον θεωρείται ύποπτος τέλεσης εγκλήματος ενώ σύμφωνα με το άρθρο 28 σε δακτυλοσκόπηση και φωτογράφιση υποβάλλονται «Τα άτομα, ών ή ταυτότης είναι άγνωστος και δέν δύναται άλλως να εξακριβωθή».
Έτσι λοιπόν αυτός που προσάγεται καταγράφεται, δακτυλοσκοπείται και φωτογραφίζεται.
Η ταλαιπωρία που υφίσταται ο προσαχθείς δεν είναι το μόνο κακό στην όλη υπόθεση. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι διατηρείται αρχείο υπόπτων αμφίβολης νομιμότητας. Επαναλαμβάνω ότι ύποπτος είναι αυτός που υπάρχουν απλώς σοβαρές υπόνοιες ούτε καν ενδείξεις ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη. Το τι σημαίνει σοβαρές υπόνοιες δε διευκρινίζεται στο νόμο. Σε καμία περίπτωση σοβαρή υπόνοια δεν είναι ο τρόπος που αντιδρά ένας πολίτης στον έλεγχο. Οι υπόνοιες θα πρέπει να έχουν δημιουργηθεί στον αστυνομικό πριν ξεκινήσει ο έλεγχος. Επίσης το γεγονός ότι ο πολίτης βρέθηκε κάποιες ώρες μετά την τέλεση του εγκλήματος στον τόπο του εγκλήματος αυτό από μόνο του δεν μπορεί να αποτελεί υπόνοια.
Σύμφωνα με το Συνήγορο του Πολίτη «Είναι αναμφισβήτητη η αρμοδιότητα των αστυνομικών να εκτιμούν κατ’ ελευθέρα κρίση (και βάσει ειδικής εγκληματολογικής τεχνογνωσίας) τη συνδρομή της «σοβαρής υπόνοιας» ως προϋπόθεσης των πράξεών τους. Ωστόσο, η κρίση αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη, ακριβώς επειδή αποτελεί αρμοδιότητα και όχι δικαίωμα. Οφείλει, συνεπώς, να στηρίζεται σε επαληθεύσιμους συλλογισμούς, οι οποίοι να καθιστούν εκ των υστέρων δυνατό τον έλεγχο νομιμότητας.
Γνωρίζοντας όμως τον τρόπο σκέψης και τη νοοτροπία με την οποία λειτουργεί η Αστυνομία, ύποπτος μπορεί να καταστεί κάποιος πάρα πολύ εύκολα. Σύμφωνα με ορισμένους αστυνομικούς η περιέργεια του αστυνομικού και η ροπή προς ελέγχους έχει οδηγήσει στην εξιχνίαση υποθέσεων που δε θα είχαν εξιχνιαστεί διαφορετικά. Έτσι ο έλεγχος αυτό-νομιμοποιείται.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν ελέγχθηκε ίσως ποτέ αστυνομικός για το κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της σοβαρής υπόνοιας στο πρόσωπο κάποιου προσαχθέντος. Σε πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη αναφέρεται ότι «Ο Συνήγορος του Πολίτη απευθύνθηκε στις οικείες Αστυνομικές Διευθύνσεις, εισηγούμενος διερεύνηση των καταγγελιών. Οι Αστυνομικές Διευθύνσεις διενήργησαν, σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, «άτυπη έρευνα» (άρθρο 22 παρ. 3 π.δ. 22/96), κατέληξαν δε στο συμπέρασμα, ότι δεν διαπιστώθηκε καμία πειθαρχικώς ελέγξιμη συμπεριφορά αστυνομικού».
Η αλήθεια είναι ότι αν ελέγχονταν πειθαρχικά κατά πόσο οι έρευνες και οι προσαγωγές πληρούν τα ούτως ή άλλως γενικά και αόριστα κριτήρια του νόμου αυτό μπορεί να έκανε διστακτικούς τους αστυνομικούς στο μέλλον να ερευνούν και σίγουρα θα περιόριζε την φιλοπεριέργειά τους που έχει οδηγήσει στη διαλεύκανση τόσων υποθέσεων…
Το κατά πόσο εύκολα μπορεί ένας πολίτης να καταστεί ύποπτος δεν είναι από μόνο του το μείζον αλλά ούτε και η ταλαιπωρία που θα υποστεί κατά τη διαδικασία της προσαγωγής. Έχει παρατηρηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις υπόπτων που η δικογραφία τους διαβιβάζεται στον εισαγγελέα να αναγράφεται στο φάκελο της δικογραφίας η ένδειξη «προσεσημασμένος» δηλώνοντας το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος πολίτης έχει προσαχθεί στο παρελθόν ως ύποπτος για παρόμοιες πράξεις χωρίς όμως βέβαια να έχει προκύψει κάποιο περαιτέρω στοιχείο εναντίον του τότε. Αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί αυτό να επηρεάσει την κρίση αυτού που αποφασίζει την άσκηση ή όχι της ποινικής δίωξης όταν γνωρίζει ότι ο εν λόγω πολίτης έχει προσαχθεί στο παρελθόν για παρόμοιες πράξεις άσχετα αν τότε δεν υπήρχαν περισσότερα στοιχεία ενοχοποιητικά…
Πέραν αυτού όμως αυτό αποτελεί ένδειξη ότι υπάρχει αρχείο υπόπτων. Ένα αρχείο υπόπτων -δηλαδή ανθρώπων για τους οποίους δεν υπάρχουν καν ενδείξεις ενοχής αλλά απλώς υπόνοιες- δεν εξυπηρετεί κάποιον σοβαρό αντεγκληματικό σκοπό και δε δικαιολογείται με βάση την αρχή της αναλογικότητας αυτή η συλλογή και αρχειοθέτηση προσωπικών δεδομένων. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα αν σε κάποια υπόθεση ανακαλυφθεί ο δράστης, αυτοί που θεωρήθηκαν κάποτε ύποπτοι και δεν είχαν τελικά καμία σχέση άραγε διαγράφονται από το αρχείο αυτό;
Και τι γίνεται με τα δακτυλικά αποτυπώματα και τις φωτογραφίες των υπόπτων-προσαχθέντων; Η έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη αναφέρει «τίθεται θέμα διατήρησης και χρήσης των εντύπων με τα στοιχεία των συλληφθέντων, τα οποία συμπληρώθηκαν κατά την προσαγωγή, εφ’ όσον το μόνο που πιστοποιείται από αυτά είναι η νόμιμη παρουσία εκείνων σε δημόσιο χώρο και η ανυπαίτια εμπλοκή τους στη συγκεκριμένη αστυνομική επιχείρηση. Στη μοναδική περίπτωση όπου ο Συνήγορος του Πολίτη έθεσε το θέμα αυτό, η ΕΛΑΣ απάντησε (αρ. πρωτ. 6004/15/59-στ΄/8.1.2003 Διεύθυνσης Αστυνομίας Νοτιοανατολικής Αττικής) ότι τα ληφθέντα δακτυλικά αποτυπώματα, «μετά την αντιπαραβολή τους και εφόσον δεν σχετίζονται με εκκρεμούσα ποινική υπόθεση, καταστρέφονται αυτεπαγγέλτως», δέσμευση η οποία επισημαίνεται ως ιδιαιτέρως ικανοποιητική». Παρόλα αυτά έχει ειπωθεί από αστυνομικά όργανα τόσο σε προσαχθέντες κατά τη διαδικασία της προσαγωγής όσο και κατά τη διάρκεια συζήτησης ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα και οι φωτογραφίες δεν καταστρέφονται αλλά παραμένουν στο αρχείο (Σε μια περίπτωση, ο αξιωματικός υπηρεσίας φέρεται να πληροφόρησε τον προσαχθέντα ότι, ανεξάρτητα από τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του ελέγχου, τα στοιχεία του θα διατηρηθούν στο διηνεκές. Από το Πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη τον Ιούνιο του 2003 με αριθμ. Πρωτ. 16024.02.2.4 )
Τα ερωτηματικά που εγείρονται είναι πολλά…
Υπάρχει μια γενικότερη αντίληψη ότι η νομιμότητα πρέπει να κάμπτεται χάριν της σκοπιμότητας και χάριν του δημόσιου συμφέροντος το οποίο υπηρετεί η Αστυνομία. Ο αστυνομικός βρισκόμενος ένα βήμα πίσω από τον εγκληματία νομιμοποιείται να κινείται στις γκρίζες –θολές θα προσέθετα- ζώνες της νομοθεσίας προκειμένου να εκτελεί το καθήκον του. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός της απουσίας εκτεταμένων αλλά κυρίως αποτελεσματικών πειθαρχικών ελέγχων αλλά και με την επιεική αντιμετώπιση –σε κάποιες περιπτώσεις- από την πλευρά της Δικαιοσύνης περιπτώσεων αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας δημιουργεί ένα συγκεκριμένο κλίμα που επιτρέπει στους αστυνομικούς να υπερβαίνουν ευκολότερα τα εσκαμμένα.
Καμία σκοπιμότητα δεν μπορεί να κάμπτει τη νομιμότητα όταν η τελευταία συνδέεται με ατομικά δικαιώματα. Πολλές φορές στη θεωρία γίνεται λόγος για την σχετικοποίηση της αρχής της νομιμότητας, δεδομένης της υπεροχής του δημόσιου συμφέροντος που διακατέχει το χώρο της αστυνόμευσης. Η de facto κάμψη της αρχής της νομιμότητας ως μια μορφή θεμιτής παρανομίας οδηγεί στο ανέλεγκτο των ενεργειών των αστυνομικών. Η απουσία ελέγχου είναι ο συντομότερος δρόμος προς την αυθαιρεσία και την κατάχρηση εξουσίας… και ας μην ξεχνάμε ότι σε ένα δημοκρατικό και φιλελεύθερο κράτος δικαίου, η διαφύλαξη και προστασία των ατομικών ελευθεριών αποτελεί την πεμπτουσία του δημοσίου συμφέροντος…